παγανίζω

παγανίζω
-ισα, -ισμένος, παίρνω μέρος σε παγάνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παγανίζω — [παγάνα] κυνηγώ με τη μέθοδο τής παγάνας, κάνω παγάνα, ανιχνεύω και καταδιώκω θηράματα από διάφορα σημεία …   Dictionary of Greek

  • παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”